- τελωνοφυλακή
- η таможенная служба
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τελωνοφυλακή — η, Ν υπηρεσία τής οποίας έργο είναι η εξασφάλιση τών τελωνειακών δικαιωμάτων και η δίωξη τού λαθρεμπορίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τελώνης / τελωνείο + φυλακή. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
τελωνοφυλακή — η δημόσια υπηρεσία για την εξασφάλιση των τελωνειακών δασμών και τη δίωξη του λαθρεμπορίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τελωνείο — Ο τόπος, το ίδρυμα στο οποίο εισπράττεται ο δασμός των εμπορευμάτων που εισάγονται και εξάγονται. Η υπηρεσία που επιβλέπει την είσπραξη των δασμών εισαγωγής και εξαγωγής. Στην Ελλάδα ο πρώτος οργανισμός τελωνειακής υπηρεσίας έγινε με ψήφισμα του… … Dictionary of Greek